Καλλιστώ

Καλλιστώ
I
(Αστρον.). Ονομασία δύο ουράνιων σωμάτων.
1. Ο δεύτερος σε μέγεθος δορυφόρος του Δία που ανακαλύφθηκε το 1610 από τον Γαλιλαίο. Έχει περίοδο περιστροφής γύρω από τον Δία 16,689018 αστρικές ημέρες και διάμετρο 4.800 χλμ. Χαρτογράφηση της επιφάνειάς του έχει γίνει από τα διαστημόπλοια Pioneer, Voyager και Galileo.
2. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1879. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,84. Διεθνώς ονομάζεται Kallisto204.
II
Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη και σύντροφος της Άρτεμης στο κυνήγι. Την ερωτεύτηκε ο Δίας με τον οποίο η Κ. απέκτησε τον Αρκάδα. Μεταμορφωμένη σε αρκούδα από την Άρτεμη, επειδή ως νύμφη δεν διαφύλαξε την παρθενία της, κινδύνεψε να σκοτωθεί από τον γιο της στο κυνήγι· ο Δίας τότε τους πήρε και τους δύο στον ουρανό, όπου σχημάτισαν τον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου. Οι Αρκάδες τιμούσαν την Κ. ως προστάτιδά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καλλιστώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστω — Κάλλιστος masc nom/voc/acc dual Κάλλιστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστω — καλός beautiful masc/neut nom/voc/acc dual καλός beautiful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστῳ — Κάλλιστος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστῳ — καλός beautiful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιστοῦς — Καλλιστώ fem nom/voc pl Καλλιστώ fem gen sg Καλλιστώ fem voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιστοῖ — Καλλιστώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστωι — Καλλίστῳ , Κάλλιστος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστωι — καλλίστῳ , καλός beautiful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλλιστες — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, που πήρε την ονομασία της από την Άρτεμη Καλλίστη ή τη νύμφη Καλλιστώ. Οι περισσότεροι ιστοριογράφοι υποστηρίζουν τη δεύτερη εκδοχή, καθώς η Καλλιστώ είχε αρκαδική προέλευση και ήταν ακόλουθος της Άρτεμης. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”